Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανέκαθεν ασκούσε μια παράξενη έλξη στους Δυτικούς. Όταν ο Κινγκλαίηκ επιχείρησε το ταξίδι του στα 1834, πολλοί πριν απ’ αυτόν είχαν χαράξει τα χνάρια τους στα μονοπάτια των καραβανιών και στις ρότες των ιστιοφόρων. Ο ταξιδιώτης ωστόσο αυτού του οδοιπορικού, που ξεκίνησε απ’ την Πράγα και διασχίζοντας τον Δούναβη πέρασε απ’ την Κωνσταντινούπολη, την Τροία και την Σμύρνη, κατέπλευσε στην Κύπρο, επισκέφθηκε την Βηρυτό και διασχίζοντας την Παλαιστίνη, έφτασε στο Κάιρο, δεν ενδιαφέρθηκε τόσο για τα αρχαιολογικά μνημεία και τις εκτενείς περιγραφές. Έγραφε για την διάθεση της στιγμής με ειλικρίνεια και φρεσκάδα, με ύφος εύθυμο, ζωηρό, στιλπνό και ειρωνικό. Όπως και ο ίδιος αναφέρει, το κείμενο του είναι παντελώς ελεύθερο από ανθολογήματα και αντανακλά μόνο τα αληθινά αισθήματα της στιγμής. Ο Κινγκλαίηκ στέκεται στα ζωντανά «μνημεία» και αιχμαλωτίζεται κυριολεκτικά από την ομορφιά τους:
«Τις φευγαλέες εικόνες όμορφων Ελληνίδων που όλες ήταν στολισμένες με τα γιορτινά τους και κάθονταν στα παράθυρα... με μια μεγαλοπρέπεια που θα τη ζήλευε και βασίλισσα. Τα κεφάλια τους με την κλασική ομορφιά, ήταν στεφανωμένα με κόκκινα μαντίλια και ήταν φορτωμένες με κοσμήματα, κυρίως χρυσά νομίσματα, που έδειχναν τον πλούτο αυτής που τα φορούσε. Τα φρύδια και τα ματοτσίνορα περασμένα με μαύρο μολύβι, έδιναν στα μάτια έντονο διαπεραστικό βλέμμα και η φλόγα που έκαιγε μέσα τους, έβαζε φωτιά στο μυαλό σου. Όσο και να προσπαθούσες να προστατευτείς από αυτό το βλέμμα, όσο και να προσπαθούσες να παραμείνεις ήρεμος, η ομορφιά, ήταν εκεί και σε συγκλόνιζε».
Ο Αλεξάντερ Κινγκλαίηκ, ο «Ηώθεν», όπως έγινε γνωστός μετά το περίφημο αυτό ταξίδι του στην Ανατολή, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε αυτόν τον τρόπο γραφής ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Δημιούργησε σχολή, την οποία ακολούθησαν πολλοί μεταγενέστεροι και πολλοί σύγχρονοι εκπρόσωποι της ταξιδιωτικής φιλολογίας.
Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο και μοναδικό που έγραψε. Είχε τεράστια επιτυχία στην εποχή του και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς του είδους.