«Το κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία της Κωνσταντινούπολης όταν άρχισαν οι απελάσεις ήταν φόβος. Φόβος, πανικός και φυγή…»
1964. Η τούρκικη κυβέρνηση αποφασίζει να απελάσει τους Έλληνες υπηκόους κατοίκους της Τουρκίας. Ορισμένες ενέργειες της τα προηγούμενα χρόνια είχαν κινήσει τις υποψίες της μειονότητας. Το Ελληνικό προξενείο όμως τους καθησύχαζε. Γεννημένοι στην Πόλη οι περισσότεροι δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Με συνοπτικές διαδικασίες, σε κλίμα φόβου έπαιρναν την ειδοποίηση από την Αστυνομία να εγκαταλείψουν την χώρα μέσα σε δύο ημέρες. Μόνο μια βαλίτσα μπορούσαν να κρατούν. Εκεί μέσα να χωρέσουν τα ρούχα, ελάχιστα υπάρχοντα και τις μνήμες μιας ζωής. Μια καλής ζωής. Και μετά το άγνωστο. Η νέα Πατρίδα. Η Ελλάδα.
«Το κλίμα ήτανε τραγικό. Και φοβισμένοι, δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Βέβαια, ένας Έλληνας, ο οποιοσδήποτε έχει γεννηθεί σε έναν τόπο και εξαναγκάζεται να φύγει και πάει σε έναν άλλο χώρο είναι πολύ τραγικό. Για φανταστείτε έναν ο οποίος έχει γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, έχει όλα τα περιουσιακά στοιχεία στην Κωνσταντινούπολη και του τα κατάσχουν όλα και σε βάζουν σε μια τσάντα, με μια βαλίτσα στο καράβι να φύγεις…Σε ποια ψυχολογική κατάσταση να βρίσκεται ένας άνθρωπος;»
Παρουσιάζονται συγκεντρωμένες σε έναν τόμο οι μνήμες των Ελλήνων απελαθέντων από την Κωνσταντινούπολη και την Τουρκία. Μετά από 40 χρόνια οι Κωνσταντινουπολίτες θυμούνται και περιγράφουν τον ξεριζωμό, συγκινούνται και αναπολούν τις όμορφες στιγμές, μιλούν για τα γεγονότα που σημάδεψαν τη δική τους ζωή αλλά και την πορεία του Ελληνισμού. Μαρτυρίες μιας περιόδου που πολλοί θέλησαν να περάσει στη λήθη και να διαγραφεί από την συλλογική μνήμη.
«Ακόμα στην καρδιά μας είναι η Πόλη… είμαστε υπερήφανοι που είμαστε Κωνσταντινουπολίτες. Και αυτό πρέπει να το αισθανόμαστε, να έχουμε στη μνήμη ότι εκεί είναι η πατρίδα μας, εκεί γεννηθήκαμε, εκεί είμαστε εμείς πράγματι, εκεί που γεννήθηκε από χρόνια η ρωμιοσύνη, οι πραγαμτικοί άνθρωποι της Κωνσταντινούπολης…»
Η πολύ καλή εισαγωγή του βιβλίου είναι του Γιάννη Ν. Δρίνη, κοινωνικού ανθρωπολόγου, ο οποίος πήρε και τις συνεντεύξεις από τους απελαθέντες.