Με την απελευθέρωση μικρού τμήματος της χώρας από τον τουρκικό ζυγό, πρώτη έγνοια του νεοπαγούς Ελληνικού κράτους ήταν η εκπαίδευση, το επίζηλο γνώρισμα των αρχαίων προγόνων. Οι συνθήκες όμως ήταν αντίξοες, η οικογένεια αναλφάβητη, σχολικές στέγες ανύπαρκτες και το σημαντικότερο οι δάσκαλοι: για αρκετές δεκάδες χρόνια, χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα, στρατολογημένοι οι περισσότεροι μεταξύ πολιτών που είχαν στοιχειώδη ευχέρεια στην ανάγνωση και στην ευανάγνωστη γραφή.
Με το πέρασμα του χρόνου, όλα απέκτησαν τη συνηθισμένη κανονικότητα, εκτός μιας σοβαρής γλωσσικής παθογένειας. Ήταν ο καθορισμός της καθαρεύουσας ως πρώτης γλώσσας του σχολείου –η οποία ήταν για τα παιδιά σχεδόν ξένη γλώσσα– αντί της καθομιλούμενης δημοτικής. Η διγλωσσία αυτή ταλάνισε την εκπαίδευση περίπου στα δύο τρίτα του ελεύθερου βίου της χώρας. Ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση 4379/1964 των Γ. Παπανδρέου – Ευ. Παπανούτσου που θέσπισε τις σωστές αλλαγές κι όχι μόνο τις σχετικές με τη γλώσσα. Σε δυο χρόνια η επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών σάρωσε τη μεταρρύθμιση, αλλά με τη μεταπολίτευση του 1974, οι αλλαγές της αποκαταστάθηκαν μόνιμα πλέον, με σύμπνοια όλων των πολιτικών παρατάξεων.
Στις μέρες μας, ατυχώς η ελληνική σχολική εκπαίδευση πλήττεται από μια άλλη σοβαρή παθογένεια: Εντάξαμε στο αναλυτικό πρόγραμμα τη μάθημα «Πληροφορική», η οποία όμως εξαντλείται μόνο στην άσκηση των μαθητών στην τεχνική της αναζήτησης πληροφοριών στο διαδίκτυο. Παραλείπεται το πολύ σημαντικό: η χρήση της κατά τη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία δασκάλου και μαθητών στην τάξη, η οποία επαυξάνει σημαντικά την αποδοτικότητα της μάθησης και συγχρόνως ασκεί τους μαθητές στη δεξιότητα αυτή. Αυτό αναλύεται στο κεφάλαιο Α5 του βιβλίου.