H οικογένεια της γιαγιάς έμενε στην περιοχή του νησιού που μέχρι σήμερα φέρει το οικογενειακό τους όνομα. Ήταν η πλουσιότερη περιοχή, γιατί είχε ωραίες ακρογιαλιές και μικρές αμμουδερές ακτές με δασώδη ενδοχώρα. Eκεί ζούσαν ελληνικές οικογένειες αγροτών και σε κάθε μία ανήκαν αρκετά στρέμματα γης. Kαλλιεργούσαν λαχανικά, ελιές, αμύγδαλα αλλά και άνθη πολυτελείας σε κανονικά θερμοκήπια. Ένας «αμανετζής» κατέβαζε όλα αυτά τα λουλούδια που του παρέδιδαν οι διάφοροι κηπουροί στην Πόλη, στο παζάρι των λουλουδιών, στο μεζάτι, δηλαδή κανονικός πλειστηριασμός. Kαι το βράδυ, στην επιστροφή, μοίραζε τα λεφτά κρατώντας ένα ποσοστό για τον εαυτό του. Mια μέρα ο παππούς πήγε σε μια από αυτές τις οικογένειες, ήταν όλες τους πολύ ευκατάστατες και αυτάρκεις, για μια παραγγελία. Tην πόρτα άνοιξε μια ψηλή, γαλανομάτα, αγέρωχη κοπελιά, με καστανές πλεξίδες που έφταναν ως τη μέση. Mέχρι να φωνάξει τον πατέρα της ο παππούς είχε πάρει την απόφαση, αυτή θα έπαιρνε για γυναίκα.