Η Θεοδώρα μένει σε ένα από τα πιο πολυπληθή κονάκια του Αρναούτκιοϊ, σε μια τριώροφη παλιά έπαυλη, όπου οι θόρυβοι των ενοίκων της και των επισκεπτών συναγωνίζονται τους θορύβους του ίδιου του σπιτιού. Στον επάνω όροφο ζει η οικογένεια ενός δημοσίου υπαλλήλου, στο ισόγειο το υπηρετικό προσωπικό και στο μεσαίο διαμέρισμα, όπου η Θεοδώρα εκτελεί χρέη οικονόμου, ο φραγκοαναθρεμμένος «μουσιού» κι η Ελβετίδα μαντάμ του. Για τη Θεοδώρα, αυτό που προέχει είναι η φροντίδα του κυρίου της. Προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διαφυλάξει την πολύτιμη ησυχία του, βάζοντας στο στόχαστρό της όσους τη διαταράσσουν: τον μπαξεβάνη Τζουμά, το σομπατζή Νταβίντ, τις ψυχοκόρες και τα παραπαίδια, τους φιλοξενούμενους στην έπαυλη. Και όταν καταφέρνει να το σκάσει από αυτή την οχλοβοή, αφήνεται, ελεύθερη πια, να την παρασύρουν οι φαντασιώσεις και τα όνειρά της.