Ο Ασλάν Καπλάν ήτανε μάγκας μερακλής. Ένας ασυναγώνιστος ερωτύλος. Όπου έριχνε τη ματιά του άναβε φωτιές και το ξερε. Κι ήταν πάντοτε πρόθυμος να τις σβήσει. Είχε αξίες που τις πίστευε βαθιά και δεν τις πρόδιδε ποτέ: μπέσα, τιμιότητα, φιλία, φιλοπατρία, δικαιοσύνη. Κοντά σ αυτά και βαθιά πίστη στα πάθη του. Ο έρωτας ήταν το δυνατότερο, η ίδια η μοίρα του θαρρείς. Σαλονίκη, Αύγουστος 1917. Το φλογερό και μοιραίο ρομάντζο ανάμεσα σε έναν Τουρκαλβανό, παλικαρά, καρδιοκατακτητή και ιδιότυπο εκφραστή της λαϊκής δικαιοσύνης, και μια Ισπανοεβραία, πεντάμορφη τραγουδίστρια του καφέ- αμάν, διωγμένη από τους κόλπους της σεφαραδίτικης κοινότητας. Φωτιά πυρπολεί τις ψυχές και τα σώματα των δύο εραστών εγκλωβίζοντάς τους σ έναν στρόβιλο εκρηκτικού πάθους, ενώ την ίδια στιγμή την πόλη κατακαίει η μεγάλη πυρκαγιά. Ο μυθιστορηματικός φακός παρατηρεί στενά τις συνήθειες και τις αντιδράσεις των κατοίκων της πόλης, τις αναμεταξύ τους σχέσεις, την οικονομία, την πιάτσα, τα διασκεδαστήρια, τους τεκέδες, τα μοναστήρια, τα μπορντέλα. Ανασυστήνει έτσι την ανθρωπογεωγραφία των λαϊκών τάξεων της εποχής, με τις τρεις αλλόδοξες εθνότητες που συνιστούν τη βασική ταυτότητα της πόλης -Έλληνες, Εβραίους και Μουσουλμάνους- να συνυπάρχουν μεταξύ αυτονομίας και αλληλεπίδρασης, ταυτόχρονα με την πολυεθνική, «παρδαλή» Στρατιά της Ανατολής, που η κατοχική της παρουσία οδηγεί τον πληθυσμό σε αναταραχή.