Η δεκαετία 1939-1949, η δεκαετία του πολέμου, αποτελεί τον ιδανικό χρόνο και η Πόλη τον ιδανικότερο τόπο των εγκλημάτων. Το αστυνομικό δελτίο της εποχής γίνεται εφαλτήριο για να δημιουργηθούν τα πρόσωπα, η ζωή τους, τα συναισθήματα, τα πάθη και τα παθήματά τους. Θύτες και θύματα ζουν τη δική τους ιστορία μέσα στην ιστορία των γειτονιών της Πόλης. Κανείς δεν ξεφεύγει από τον κίνδυνο να εγκληματήσει. Το θυμικό των κατοίκων βράζει στο ίδιο καζάνι και στους ίδιους βαθμούς. Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, άντρες και γυναίκες βρίσκονται όλοι μια ανάσα μακριά από το θυμό, την πίκρα,τη ζήλια, την απογοήτευση, την κακομοιριά που ψάχνουν διέξοδο, και από την κακιά την ώρα που καιροφυλακτεί. Και από δίπλα η παρανομία προσφέρεται για να δώσει τη δική της ανάσα διεξόδου από τα προβλήματα της εποχής. Τα πρόσωπα των διηγημάτων δεν είναι οι απλοί άνθρωποι της Πόλης που παίρνουν τον λόγο μέσα από τη συγγραφή των ιστοριών τους για να περιγράψουν τη δυστυχία και τα παθήματά τους. Είναι πρόσωπα που ζωντανεύουν με μόνο κίνητρο την αγάπη και τον θαυμασμό για το «χάος της ανθρώπινης ψυχής». Την αγάπη για το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου που ζει, δουλεύει, ξυπνάει και κοιμάται, τριγυρίζει στους δρόμους της Πόλης και στα περίχωρα, αναπνέει και πάσχει στους επτά λόφους της παλιάς πόλης ή στα παράλια του Βοσπόρου, στο πολυσύχναστο Μπέγιογλου ή στις ασιατικές συνοικίες και έρχεται η στιγμή που θα βρεθεί στη θέση του θύματος ή του θύτη. Ένα εύθραυστο εξάλλου νήμα χωρίζει τις δύο αυτές ψυχές μεταξύ τους, τους δύο ρόλους που θα μπορούσαν να ήταν αντεστραμμένοι εάν το κισμέτ, η μοίρα, τα ήθελε τα πράγματα αλλιώς καμωμένα.