Αν η Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά της Αυτοκρατορίας, η Μικρά Ασία ήταν οι πνεύμονές της. Όσο η Μικρά Ασία αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο παρότι έχασε πολλές σημαντικές επαρχίες (Παλαιστίνη, Συρία, Αίγυπτος, Ιταλία, Βόρεια Βαλκανική) παρέμενε ισχυρότατο και δεν έπαυε να ευημερεί. Ήταν πάντα μια παγκόσμια δύναμη. Όταν όμως έπαψε να ελέγχει τη Μικρά Ασία, ξέπεσε σε ένα ανίσχυρο βαλκανικό βασίλειο που ανταγωνιζόταν Βουλγάρους και Σέρβους και δεν είχε τη δύναμη να απαντήσει στις προσβολές των νεότευκτων βασιλείων των εκπολιτισμένων βαρβάρων της Δύσης. Η απώλεια και τα φαινόμενα εξισλαμισμού της Μικράς Ασίας από τον 11ο ως το 15ο αιώνα, καθοριστικά για την παρακμή του Βυζαντινού Ελληνισμού, δεν ήταν βέβαια τυχαία. Οι ήττες του 1071 στο Μαντζικέρτ και του 1176 στο Μυριοκέφαλο, ήττες που άνοιξαν το δρόμο στην κατακλυσμιαία πλέον διείσδυση των τουρκικών φύλων, ήταν αποτέλεσμα βίαιων εσωτερικών αντιθέσεων αλλά και ενός εξαπλούμενου ηθικοβουλητικού εκφυλισμού για τον οποίο ευθύνονται η γραφειοκρατία και η διανόηση του Βυζαντίου. Παρά ταύτα η κατάκτηση άργησε, ήταν μια μακρά και επώδυνη διαδικασία. Δεν έπεσε εύκολα η Μικρά Ασία. Παρέμεινε επί μακρόν μια χώρα έξω από την «επικράτεια του Ισλάμ» (dar al harb), πληρώνοντας ένα πανάκριβο τίμημα αίματος: εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους από τις επιδρομές των τουρκικών ορδών.