Oι δεκαετίες του ’50, ’60, ’70 ήταν καθοριστικές για τους Ρωμιούς της Πόλης, όσον αφορά το θέμα της παραμονής ή της αποχώρησής τους από την ιδιαίτερή τους πατρίδα. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955. Το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου, οι περισσότερες οικογένειες –ανάμεσα στα συντρίμμια που άφησε ο «εφιάλτης» που πέρασε εκείνη τη νύχτα– μετρούσαν τι έχασαν και τι τους απέμεινε.
Ανάμεσά τους κι αυτή του Αναστάση και της Αργυρής. O μικρός τους γιος, ο Μηνάς, αισθάνθηκε ότι τα τριαντάφυλλα που είχε αποκτήσει μέχρι τότε, άρχισαν να γίνονται αγκάθια... Και ήταν μόλις επτά χρονών...
«– Εσύ δεν είσαι η κόρη του καπετάνιου; Τόσα χρονια σε κυνηγούσα κι όλο μου ξέφευγες ομορφούλα! Για να δούμε τώρα που θα μου πας;
...Δίχως να σκεφτώ, πήρα φόρα και, όπως ήμουν πίσω του, τον έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη στην πλάτη, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να κολλήσει με τα μούτρα στον τοίχο. Πιστεύω ότι δεν κατάλαβε τι έγινε. Τον είδα να χτυπά με δύναμη στον τοίχο και να σωριάζεται σαν άδειο τσουβάλι. ...».