«...Τι μέρες φρίκης, μέρες χωρίς ελπίδα! Βαδίζαμε όλοι χωρίς να τολμήσουμε να σηκώσουμε τη ματιά μας, προχωρούσαμε με τα κεφάλια κάτω κι από ώρα σε ώρα, από λεπτό σε λεπτό περιμέναμε τον θάνατο. Είχαμε τη βεβαιότητα ότι αργά ή γρήγορα όλοι θ’ αφήναμε την τελευταία μας πνοή σ’ εκείνο τον δρόμο του Γολγοθά. Γι’ αυτό τον λόγο, μάλιστα, πολλοί αιχμάλωτοι, για να μην υποφέρουν άλλο, ρίχτηκαν οικειοθελώς στην αγκαλιά του θανάτου, ενώ άλλοι καταφεύγοντας στα καπρίτσια της μοίρας, της εμπιστεύτηκαν την εκλογή έτσι, χωρίς βιασύνη. Και τώρα, έχοντας επιζήσει από την τρομερή σφαγή, είχαν την τύχη ν’ απελευθερωθούν οριστικά από τον ζυγό της αιχμαλωσίας...».
«– Θ’ αναχωρήσουμε, θ’ απελευθερωθούμε, έλεγανόλοι κι αγκαλιάζονταν.
Μόνοοι βαριά ασθενείς δεν συμμετείχαν στη χαρά. Oι έρμοι αναλογίζονταν τον ατέλειωτο δρόμο του Άκχισαρ κι έπεφταν σε μελαγχολία. Oι υπόλοιποι,συναισθανόμενοι την κατάστασή τους, έκαναν το παν για να τους παρηγορήσουν:
– Μην το σκέφτεστε. Όταν σημάνει η ώραθα σας πάμε έστω και στην πλάτη, έλεγαν γιανατους ενθαρρύνουν. Και δεν ήταν ψέμα. Ήταν η αυθόρμητη θυσία που θα ’κανε ο καθένας φτάνει να ’ρχοταν η ευλογημένη ώρα.
Είχαμε όλοι ξεσηκωθεί. Oύτε φαϊ σκεφτόμαστε, ούτε ύπνο. Διαρκώς το συζητούσαμε μεταξύ μας και υπολογίζαμε μ’ ανυπομονησία μέρες, ώρες, λεπτά! Μαζί μας χαίρονταν και οι μουαφαζάδες. Με την αναχώρησή μας θ’ απολύονταν κι εκείνοι.
– Άντε, δεν έχει σήμερα, αύριο· όπου να ’ναι φεύγετε, έλεγαν μερικοί.
– Πάτε στη μαμάκα και στη γυναικούλα σας,καλαμπούριζαν άλλοι.
– Άρα είναι βέβαιο, είναι αλήθεια; ρώταγαν οι δύσπιστοι.
– Και βέβαια είναι αλήθεια ότι φεύγετε. Εμείς να δούμε πότε θ’ απαλλαγούμε απ’ τον ζυγόμας, έλεγανοι γέροι μουαφαζάδες, δείχνοντας με θλίψη τα όπλα τους. Oι φίλοι, ξεχνώντας τον δικό τους πόνο, έπιαναν και παρηγορούσαν τους γεράκους.
– Ινσαλλάχ, θα πάτε κι εσείς στα σπίτια σας. Σνα φύγουμε, τι να σας κάνει πια η κυβέρνηση; Θέλει δε θέλει θα σας αφήσει, τους έλεγαν για να μην απελπίζονται.
Είχαμε γίνει ένα πράμα με τους μουαφαζάδες και, ξεχνώντας τα όσα είχαμε υποστεί από αυτούς, περιμέναμε τη χαρμόσυνη στιγμή...».