Ο Νίκος Μηλιώρης γεννήθηκε το 1896 στα Βουρλά Μικράς Ασίας από οικογένεια αγροτών. Από μικρό παιδί ενδιαφέρθηκε για τα γράμματα και πήρε άρτια μόρφωση από την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης απ’ όπου αποφοίτησε το 1915. Εργάστηκε πρώτα ως γραμματέας στην Αναξαγόρειο Σχολή Βουρλών και στη συνέχεια ως λογιστής σε εμπορικούς οίκους σταφίδας μέχρι το 1920, οπότε ήρθε στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Στρατιωτική Σχολή Επιμελητείας και Διαχειρίσεως της Σχολής Ευελπίδων.
Η Μικρασιατική Καταστροφή του ’22 τον βρήκε νεαρό αξιωματικό του ελληνικού στρατού. Υπηρέτησε ως οικονομικός διευθυντής σε στρατιωτικά νοσοκομεία ως το 1954, οπότε αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη και διαμορφωμένη ήδη πνευματική προσωπικότητα.
Το 1924 εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία όπου, ως το 1962 που μετακόμισε στου Παπάγου, στέγασε πρώτα την προσφυγική οικογένειά του (μητέρα και αδελφό, αφού ο πατέρας του σκοτώθηκε στα Βουρλά) και από το 1940 τη γυναίκα του Ρίτα Μαυρογιαννάκη και τον γιο του Άγγελο.
Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των 30 βιβλίων του, που τον καθιέρωσαν ως εξέχοντα λαογράφο και λογοτέχνη της πρώτης γενιάς των Μικρασιατών προσφύγων. Στη Νέα Ιωνία, όπου σήμερα υπάρχει μακρά οδός με το όνομά του, ο Νίκος Μηλιώρης πλούτισε την προσωπική του βιβλιοθήκη και την άνοιξε σε όλους, νέες και νέους της δεύτερης γενιάς, που διακρίνονται ακόμα στα γράμματα και τις τέχνες.
Έστρεψε όλη την προσοχή του στη διάσωση και διάδοση του μικρασιατικού πολιτισμού, ιδρύοντας συλλόγους (Ιωνικός Σύνδεσμος, Σύνδεσμος Φίλων της Βυζαντινής Μουσικής, κ.ά.), γράφοντας άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, συμμετέχοντας στο Συμβούλιο Στεγάσεως Προσφύγων του Υπουργείου Προνοίας, στη Βιβλιογραφική Εταιρία της Ελλάδος, στην Ένωση Σμυρναίων. Ασχολήθηκε καθοριστικά με τις εκδόσεις της Ενώσεως Σμυρναίων, αφού συμμετείχε στη σύνταξη του περιοδικού Μικρασιατικά Χρονικά και υπήρξε ο πρώτος, επί πολλά χρόνια, διευθυντής της εφημερίδας Μικρασιατική Ηχώ.
Ο Νίκος Μηλιώρης έφυγε ήρεμα το 1938, στην αγκαλιά της οικογένειάς του, ευτυχισμένος από το κάρπισμα του έργου του στην κοινωνία και χαϊδεμένος από τη νεότερη γενιά, που τη γαλούχησε με τα γραπτά και το παράδειγμά του.