Ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Γεώργιος Τσέτσης γεννήθηκε στο Πικρίδιο Κωνσταντινουπόλεως το 1934. Eίναι απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Φοίτησε στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey, το δε 1988 αναγορεύθηκε Διδάκτωρ από το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Τον Μάιο του 1961 χειροτονήθηκε στον διακονικό βαθμό από τον Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Δωρόθεο, του οποίου διετέλεσε Αρχιδιάκονος, τον δε Αύγουστο του 1964 χειροτονήθηκε από τον ίδιο Αρχιερέα Πρεσβύτερος, και, με έγκριση του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, μετέβη στη Γενεύη, όπου ανέλαβε διακονήματα σε διάφορες επιτελικές θέσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιῶν-ΠΣΕ (1964-1984).
To 1985, με απόφαση της Αγίας και Ι. Συνόδου, διεδέχθη τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Αιμιλιανό στη θέση του Μονίμου Αντιπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ΠΣΕ, όπου παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1999.
Το πρώτο διάστημα της διακονίας του στο ΠΣΕ και πριν την ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας το 1982, κατά παράκληση του Μητροπολίτου Αυστρίας και Εξάρχου Ελβετίας Χρυσοστόμου, διακόνησε εθελοντικά την αρτισύστατη (1966) Ελληνορθόδοξο ενορία Γενεύης, εκτελών συνάμα και καθήκοντα Επιτρόπου του οικείου Μητροπολίτου (1966-1982).
Κατά τις περιόδους 1970-1982 και 1991-2000 υπήρξε Γραμματεύς του Διοικητικού Συμβουλίου του εν Σαμπεζύ Γενεύης «Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Το 2001 διετέλεσε Προϊσταμενεύων του Κέντρου αυτού και Κοσμήτωρ του παρ’ αυτώ λειτουργούντος «Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας».
Από το 1968 και εξής μετέσχε σε Γενικές Συνελεύσεις και Συνέδρια του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ), κυρίως δε του ΠΣΕ, είτε ως επιτελικό στέλεχος είτε ως μέλος της Κεντρικής και Εκτελεστικής του Επιτροπής, εκπροσωπών το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Μετέσχε των εργασιών της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (τα έτη 1986, 2009 και 2016), όπως και της Τρίτης (1986), Τετάρτης (2009) και Πέμπτης Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (2016). Δίδαξε κατά περιόδους στό Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey, στο Ρωμαιοκαθολικό Θεολογικό Ινστιτούτο της Λυών και στο Ινστιτούτο Ορθοδόξου Θεολογίας του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι.
Δημοσίευσε στην ελληνική, γαλλική, και αγγλική βιβλία, μελέτες και άρθρα θεολογικού, λειτουργικού, αγιολογικού, ποιμαντικού, οικουμενιστικού και κοινωνικο-πολιτικού ενδιαφέροντος.
Μεταξύ των ετών 1999 και 2013 ηχογράφησε σε 13 ψηφιακούς δίσκους (CD) παλαιά και νεότερα λειτουργικά μέλη, σύμφωνα με την ψαλτική παράδοση του Πατριαρχικού Ναού, στις μουσικο-φιλολογικές σειρές «Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής» και «Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής» του «Κέντρου Ερευνών και Εκδόσεων» (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών).
Το 1971 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας του απένειμε το οφφίκιο του Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις αναγνώρισιν της διακονίας και αφοσιώσεώς του προς τον Οικουμενικό Θρόνο. Τιμήθηκε ωσαύτως από τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και τις Εκκλησίες Ρωσίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας.
Τον Μάιο του 2018, με ομόφωνη απόφαση της Θεολογικής Σχολής και της Συγκλήτου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Τμήματος Θεολογίας της εν λόγω Σχολής.